λησταντάρτης

λησταντάρτης
ο, θηλ. λησταντάρτισσα
ληστής που στασιάζει κατά τού κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Επ. Κ. Κυριακίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λησταντάρτης — ο θηλ. ισσα ληστής που επαναστάτησε εναντίον του κράτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληστανταρσία — η [λησταντάρτης] ανταρσία, στάση ληστών κατά τού κράτους …   Dictionary of Greek

  • ληστανταρτικός — ή, ό αυτός που αποτελείται ή επιτελείται από λησταντάρτες («ληστανταρτικό σώμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λησταντάρτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”